- κολορατούρα
- ημουσ.1. τύπος καλλωπισμού ή επέκτασης τής μελωδικής γραμμής ο οποίος περιέχει γρήγορα περάσματα, κλίμακες και τρίλλιες2. τύπος τής φωνής σοπράνο με μεγάλη προς τα επάνω έκταση, με μεγάλη ευκινησία, ευλυγισία και δεξιοτεχνικές ικανότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. coloratura < απαρχαιωμένο ιταλ. coloratura < μτγν. λατ. coloratura < λατ. coloratus «χρωματισμένος» + -ura].
Dictionary of Greek. 2013.